-
1 низвести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. низвл-вела, -до, μτχ. παρλθ. χρ. низведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. низведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. κατεβάζω•низвести на пол κατεβάζω στο πάτωμα.
2. μτφ. μειώνω, υποβιβάζω• υποτιμώ ταπεινώνω.εκφρ.низвести с нба на землю – παλ. κατεβάζω από τα νέφη στην γή (στην πραγματικότητα), προσγειώνω στην πραγματικότητα.